- μωρόπιστος
- -η, -οευκολόπιστος, αφελής: Είναι μωρόπιστος και πιστεύει τα πάντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μωρόπιστος — η, ο εύπιστος από έλλειψη πείρας ή από ακρισία, αφελής, άκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + πιστός (πρβλ. αξιό πιστος, καλό πιστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
αλαφρόπιστος — η, ο ευκολόπιστος, μωρόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + πίστη] … Dictionary of Greek
ευκολογέλαστος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εξαπατήσει, να ξεγελάσει εύκολα, ο ευαπάτητος, ο μωρόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + γελώ «ξεγελώ»] … Dictionary of Greek
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek
μωροπίστευτος — η, ο ο μωρόπιστος*. ( [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + πιστεύω] … Dictionary of Greek
μωροπιστία — η το γνώρισμα, η ιδιότητα τού μωρόπιστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Κοκκώνη] … Dictionary of Greek